επιθεωρησιακά
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
επιθεωρησιακά < επιθεωρησιακ(ός) + -ά
Επίρρημα επεξεργασία
επιθεωρησιακά
- με επιθεωρησιακό τρόπο, με επιθεώρηση
Μεταφράσεις επεξεργασία
επιθεωρησιακά
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
επιθεωρησιακά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του επιθεωρησιακός