επιθεωρησιακός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επιθεωρησιακός < επιθεώρηση + ἐπιθεώρησι(ς) + -ακός
Επίθετο
επεξεργασίαεπιθεωρησιακός
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις επιθεώρηση, επιθεωρώ και θεωρώ
Μεταφράσεις
επεξεργασία επιθεωρησιακός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ επιθεωρησιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
- ↑ ἐπιθεωρησιακός - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .