Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η επιθεωρησιογράφος οι επιθεωρησιογράφοι
      γενική του/της επιθεωρησιογράφου των επιθεωρησιογράφων
    αιτιατική τον/την επιθεωρησιογράφο τους/τις επιθεωρησιογράφους
     κλητική επιθεωρησιογράφε επιθεωρησιογράφοι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

επιθεωρησιογράφος < ἐπιθεώρησι(ς) + -ο- + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

επιθεωρησιογράφος αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία