inspection
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inspection | inspections |
Ετυμολογία
επεξεργασία- inspection < παλαιά γαλλική inspeccion < λατινική inspectio
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɪnˈspɛk.ʃən/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαinspection (en)
- η επιθεώρηση, ο έλεγχος
- ⮡ Upon inspection, the bills proved to be counterfeit.
- Μετά από έλεγχο τα χαρτονομίσματα αποδείχθηκαν πλαστά.
- ⮡ Upon inspection, the bills proved to be counterfeit.
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃s.pɛk.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
inspection | inspections |
inspection (fr) θηλυκό
- η επιθεώρηση
- η αυτοψία