λόγια μεσαιωνική ελληνική με αρχαία κλίση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική συνδαιτυμών οἱ συνδαιτυμόνες
      γενική τοῦ συνδαιτυμόνος τῶν συνδαιτυμόνων
      δοτική τῷ συνδαιτυμόνι τοῖς συνδαιτυμόσι(ν)
    αιτιατική τὸν συνδαιτυμόνα τοὺς συνδαιτυμόνας
     κλητική ! συνδαιτυμών συνδαιτυμόνες
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συνδαιτυμών, ήδη τον 8ο αιώνα σε κείμενο του Θεόδωρου Στουδίτη[1] < συν- + αρχαία ελληνική δαιτυμών (καλεσμένος σε γεύμα, ομοτράπεζος) → δείτε και τη λέξη συνδαιτυμόνας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

συνδαιτυμών αρσενικό

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συνδαιτυμόνας - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.