Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δευτερευόντως
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
δευτερευόντως
<
δευτερεύων
Επίρρημα
επεξεργασία
δευτερευόντως
(
λόγιο
) κατά
δεύτερο
λόγο
, όχι
κυρίως
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δευτερευόντως
αγγλικά
:
secondarily
(en)