ενικός         πληθυντικός  
obligation obligations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obligation (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η υποχρέωση, η ενοχή, η σχέση μεταξύ δύο προσώπων, η οποία συνίσταται στην υποχρέωση του ενός σε παροχή προς τον άλλο
    ⮡  with no obligation on your part to buy - χωρίς υποχρέωση εκ μέρους σας ν' αγοράσετε
    ⮡  obligation by contract/by a legal transaction - ενοχή από σύμβαση/από δικαιοπραξία
  2. η υποχρέωση, κάτι που πρέπει να κάνω επειδή έχω υποσχεθεί, λόγω νόμου κτλ.
    ⮡  moral/financial/legal obligations - ηθικές/οικονομικές/νομικές υποχρεώσεις
    ⮡  military/family obligations - στρατιωτικές/οικογενειακές υποχρεώσεις
    ⮡  I have the obligation to…
    Έχω την υποχρέωση να…
    ⮡  I feel a great obligation.
    Νιώθω μεγάλη υποχρέωση.



      ενικός         πληθυντικός  
obligation obligations

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

obligation (fr) θηλυκό

  1. η υποχρέωση, η υποχρεωτικότητα
  2. (οικονομία) το ομόλογο

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη obliger