obligation
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
obligation (en)
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
obligation | obligations |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
obligation (fr) θηλυκό
- η υποχρέωση, η υποχρεωτικότητα
- (οικονομία) το ομόλογο
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη obliger