duty
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
duty | duties |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαduty (en)
- καθήκον, ηθικό χρέος
- ⮡ It is my duty to help you.
- Είναι καθήκον μου να σας βοηθάω.
- ⮡ It is my duty to help you.
- υπηρεσία
- Ι can't drink because I am on duty
- δασμός σε εισαγόμενα ή εξαγόμενα προϊόντα