office
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- office < μέση αγγλική office < παλαιά γαλλική office < λατινική officium < opificium < opifex + -ium
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈɒfɪs/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : of‐fice
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
office | offices |
office (en)
επιλογή κατάλληλων προθέσεωνΕπεξεργασία
- at the office: στον χώρο γενικά του γραφείου, πχ. της εργασίας - στον χώρο στον οποίο εργάζομαι χωρίς αναγκαστικά να τον προσδιορίζω φυσικά
- in the office: στο δωμάτιο συγκεκριμένα του γραφείου, πιο σαφές και υλικό - χωροταξικά σαφέστερο
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
office | offices |
office (fr) αρσενικό
- (θρησκεία) η θεία λειτουργία
- πολιτικό αξίωμα
ΕκφράσειςΕπεξεργασία
- d'office: αυτόματα, χάρη στις υποχρεώσεις που ενέχει μια λειτουργία