ενικός         πληθυντικός  
office offices

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

office (en)

  1. το γραφείο, ένα δωμάτιο, ένα σύνολο δωματίων ή ένα κτίριο όπου εργάζονται άνθρωποι, συνήθως κάθονται στα θρανία
      a law/architectural/accounting office - δικηγορικό/αρχιτεκτονικό/λογιστικό γραφείο
      office hours - ώρες γραφείου
      the company’s/newspaper’s offices - τα γραφεία της εταιρείας/της εφημερίδας
      My dad will be in/at the office.
    Ο μπαμπάς μου θα είναι στο γραφείο.
  2. το γραφείο, το συγκεκριμένο δωμάτιο στο οποίο εργάζεται ένα συγκεκριμένο άτομο, συνήθως σε ένα θρανίο
      After the meal he retires to his office.
    Μετά το γεύμα αποσύρεται στο γραφείο του.
  3. το γραφείο, τα πρόσωπα που εργάζονται σε ένα γραφείο
      The whole office came to our wedding.
    Όλο το γραφείο ήρθε στο γάμο μας.

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
office offices

office (fr) αρσενικό

  1. (θρησκεία) η θεία λειτουργία
  2. πολιτικό αξίωμα

Εκφράσεις

επεξεργασία