καθηκοντολογία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καθηκοντολογία < καθήκοντ(ος) + -ο- + -λογία • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
επεξεργασίακαθηκοντολογία θηλυκό
- (ηθική) τμήμα της ηθικής που αφορά τα καθήκοντα που έχει ο άνθρωπος προς τους άλλους και τον εαυτό του
Μεταφράσεις
επεξεργασία καθηκοντολογία
|