Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
προεδρευόμενος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
προεδρευόμεν
ος
η
προεδρευόμεν
η
το
προεδρευόμεν
ο
γενική
του
προεδρευόμεν
ου
της
προεδρευόμεν
ης
του
προεδρευόμεν
ου
αιτιατική
τον
προεδρευόμεν
ο
την
προεδρευόμεν
η
το
προεδρευόμεν
ο
κλητική
προεδρευόμεν
ε
προεδρευόμεν
η
προεδρευόμεν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
προεδρευόμεν
οι
οι
προεδρευόμεν
ες
τα
προεδρευόμεν
α
γενική
των
προεδρευόμεν
ων
των
προεδρευόμεν
ων
των
προεδρευόμεν
ων
αιτιατική
τους
προεδρευόμεν
ους
τις
προεδρευόμεν
ες
τα
προεδρευόμεν
α
κλητική
προεδρευόμεν
οι
προεδρευόμεν
ες
προεδρευόμεν
α
ομάδα 'εισαγόμενος'
,
Κατηγορία
όπως «
εισαγόμενος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Μετοχή
επεξεργασία
προεδρευόμενος
μετοχή
παθητικού
ενεστώτα
του ρήματος
προεδρεύω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
προεδρευόμενος