προεδρείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /pɾo.eˈðɾi.o/
Ουσιαστικό επεξεργασία
προεδρείο ουδέτερο
- τα πρόσωπα που έχουν οριστεί ή εκλεγεί για τον συντονισμό ή τη διεύθυνση μιας συνεδρίασης, συνέλευσης κ.λπ.
- το μέρος όπου κάθονται οι (1)