αντιπρόεδρος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | αντιπρόεδρος | οι | αντιπρόεδροι |
γενική | του/της του |
αντιπροέδρου αντιπρόεδρου |
των | αντιπροέδρων |
αιτιατική | τον/την | αντιπρόεδρο | τους/τις τους |
αντιπροέδρους αντιπρόεδρους |
κλητική | αντιπρόεδρε | αντιπρόεδροι | ||
Οι δεύτεροι τύποι, μόνον για το αρσενικό. | ||||
Κατηγορία όπως «κάτοικος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- αντιπρόεδρος < αντι- + πρόεδρος, (μεταφραστικό δάνειο) γαλλική vice-président [1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίααντιπρόεδρος αρσενικό ή θηλυκό (θηλυκό & αντιπροεδρίνα)
- που ασκεί αναπληρωματικά ή συμπληρωματικά τα καθήκοντα του προέδρου
Συγγενικά
επεξεργασία- αντιπροεδρία
- αντιπροεδρικός
- αντιπροεδρίνα
- → δείτε τις λέξεις αντί, πρόεδρος, προ και έδρα
Μεταφράσεις
επεξεργασία αντιπρόεδρος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αντιπρόεδρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας