Ουσιαστικό

επεξεργασία

embargo (en)



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɑ̃.baʁ.ɡo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
embargo embargos

embargo (fr) αρσενικό



  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /emˈbaɾ.ɣo/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

embargo (es) αρσενικό (πληθυντικός: embargos)

  1. το εμπάργκο
  2. επανάκτηση
  3. κατάσχεση

Παράγωγα

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

embargo (pl) ουδέτερο