κωλυσιπλοΐα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κωλυσιπλοΐα < αρχαία ελληνική κώλυσις + -πλοΐα
Ουσιαστικό επεξεργασία
κωλυσιπλοΐα θηλυκό
- (παρωχημένο, λόγιο) το εμπάργκο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κωλυσιπλοΐα
|
κωλυσιπλοΐα θηλυκό
|