κώλυσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κώλυσῐς | αἱ | κωλύσεις |
γενική | τῆς | κωλύσεως | τῶν | κωλύσεων |
δοτική | τῇ | κωλύσει | ταῖς | κωλύσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | κώλυσῐν | τὰς | κωλύσεις |
κλητική ὦ! | κώλυσῐ | κωλύσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κωλύσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κωλυσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακώλυσις θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του κωλύω, κώλυμα, εμπόδιο
Πηγές
επεξεργασία- κώλυσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.