κωλύσει
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίακωλύσει
- απαρέμφατο αορίστου του ρήματος κωλύω
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) γ' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος κωλύω
- θα κωλύσει: γ' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος κωλύω