blockade
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
blockade | blockades |
blockade (en)
- ο αποκλεισμός μιας περιοχής, ώστε να μην εισέρχονται σε αυτήν τρόφιμα, φάρμακα ή άλλα εμπορεύματα
- ⮡ a naval blockade - ναυτικός αποκλεισμός
- τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί ο αποκλεισμός
Ρήμα
επεξεργασίαενεστώτας | blockade |
γ΄ ενικό ενεστώτα | blockades |
αόριστος | blockaded |
παθητική μετοχή | blockaded |
ενεργητική μετοχή | blockading |
blockade (en)
- αποκλείω μια περιοχή, περικυκλώνω ένα μέρος, ειδικά ένα λιμάνι, για να εμποδίσω ανθρώπους ή αγαθά να μπουν ή να βγουν
Πηγές
επεξεργασία- blockade (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- blockade (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλείω