Ετυμολογία

επεξεργασία
blockade < block + -ade

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
blockade blockades

blockade (en)

  1. ο αποκλεισμός μιας περιοχής, ώστε να μην εισέρχονται σε αυτήν τρόφιμα, φάρμακα ή άλλα εμπορεύματα
    ⮡  a naval blockade - ναυτικός αποκλεισμός
  2. τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί ο αποκλεισμός
ενεστώτας blockade
γ΄ ενικό ενεστώτα blockades
αόριστος blockaded
παθητική μετοχή blockaded
ενεργητική μετοχή blockading

blockade (en)

  • αποκλείω μια περιοχή, περικυκλώνω ένα μέρος, ειδικά ένα λιμάνι, για να εμποδίσω ανθρώπους ή αγαθά να μπουν ή να βγουν
    ⮡  Berlin was blockaded.
    Το Βερολίνο αποκλείστηκε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη block