disqualification
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
disqualification | disqualifications |
Ετυμολογία
επεξεργασία- disqualification < dis- + qualification
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdisqualification (en)
- ο αποκλεισμός κάποιου, η απόφαση ότι ένας υποψήφιος για μια θέση, έναν αγώνα κλπ. δεν είναι ικανός ή κατάλληλος
- ⮡ the disqualification of an athlete - ο αποκλεισμός ενός αθλητή
- η αιτία τέτοιου αποκλεισμού
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 103. ISBN 9780194325684., λήμμα: αποκλεισμός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
disqualification | disqualifications |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdisqualification (fr) θηλυκό
- ο αποκλεισμός, η απόρριψη