• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εμπόδισμα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐμπόδισμα

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το εμπόδισμα τα εμποδίσματα
      γενική του εμποδίσματος των εμποδισμάτων
    αιτιατική το εμπόδισμα τα εμποδίσματα
     κλητική εμπόδισμα εμποδίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εμπόδισμα < αρχαία ελληνική ἐμπόδισμα

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εμπόδισμα ουδέτερο

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμποδίζω

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • εμποδισμός

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • παρεμπόδιση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εμπόδισμα
  • → δείτε τη λέξη παρεμπόδιση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εμπόδισμα&oldid=5267144"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:01
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Σεπτεμβρίου 2021, στις 06:01.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie