εμποδισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εμποδισμός < αρχαία ελληνική ἐμποδισμός
Ουσιαστικό επεξεργασία
εμποδισμός αρσενικό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμποδίζω
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εμποδισμός
|