• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Κοντινά
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

εμποδισμός

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία
Δείτε επίσης : ἐμποδισμός

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Νέα ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Άλλες μορφές
      • 1.2.2 Συνώνυμα
      • 1.2.3 Μεταφράσεις

Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο εμποδισμός οι εμποδισμοί
      γενική του εμποδισμού των εμποδισμών
    αιτιατική τον εμποδισμό τους εμποδισμούς
     κλητική εμποδισμέ εμποδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εμποδισμός < αρχαία ελληνική ἐμποδισμός

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εμποδισμός αρσενικό

  • η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του εμποδίζω

Άλλες μορφέςΕπεξεργασία

  • εμπόδισμα

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • παρεμπόδιση

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εμποδισμός
  • → δείτε τη λέξη παρεμπόδιση
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εμποδισμός&oldid=5385817"
Τελευταία επεξεργασία στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 19:33
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 24 Δεκεμβρίου 2021, στις 19:33.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie