ενεστώτας tighten
γ΄ ενικό ενεστώτα tightens
αόριστος tightened
παθητική μετοχή tightened
ενεργητική μετοχή tightening

  Ετυμολογία

επεξεργασία
tighten < tight + -en

tighten (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, κρατάω κάτι πιο σφιχτά στη θέση του
    ⮡  I am tightening the screw/my belt.
    Σφίγγω τη βίδα/τη ζώνη μου.
    ⮡  He’s tightening the knot.
    Σφίγγει τον κόμπο.
    ⮡  She’s tightening the tap so it’s not running.
    Σφίγγει τη βρύση για να μην τρέχει.
    ⮡  Tighten (up) the valve a little.
    Σφίξε λίγο τη βάνα.
    ⮡  With exercise, you can tighten up a flabby body.
    Με τις ασκήσεις σφίγγει το πλαδαρό σώμα.
  2. (μεταβατικό) αυστηροποιώ, κάνω κάτι πιο αυστηρό
    ⮡  Europe is tightening its regulation of illegal online content.
    Η Ευρώπη αυστηροποιεί τον κανονισμό της στο παράνομο διαδικτυακό περιεχόμενο.
    ⮡  The government is to tighten gun laws.
    Η κυβέρνηση πρόκειται να κάνει πιο αυστηρούς τους νόμους για τα όπλα.
     συνώνυμα: tighten up
    → και δείτε σφίγγω τα λουριά
  3. (μεταβατικό και αμετάβατο) τεντώνω, τεζάρω, σφίγγω, τραβάω κάτι τόσο σφιχτά που δεν μπορεί να τεντωθεί άλλο
    ⮡  I am tightening the rope.
    Τεντώνω/Τεζάρω το σκοινί.
    ⮡  Tighten (up) your shoelaces!
    Σφίξε τα κορδόνια σου!
  4. (αμετάβατο) σφίγγομαι, για μέρος του σώματος που πονάει λόγω ασθένειας ή συναισθημάτων
    ⮡  He felt his stomach tighten.
    Ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται.

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη tight

Παράγωγα

επεξεργασία