tighten
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tighten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tightens |
αόριστος | tightened |
παθητική μετοχή | tightened |
ενεργητική μετοχή | tightening |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtighten (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) σφίγγω, κρατάω κάτι πιο σφιχτά στη θέση του
- ⮡ I am tightening the screw/my belt.
- Σφίγγω τη βίδα/τη ζώνη μου.
- ⮡ He’s tightening the knot.
- Σφίγγει τον κόμπο.
- ⮡ She’s tightening the tap so it’s not running.
- Σφίγγει τη βρύση για να μην τρέχει.
- ⮡ Tighten (up) the valve a little.
- Σφίξε λίγο τη βάνα.
- ⮡ With exercise, you can tighten up a flabby body.
- Με τις ασκήσεις σφίγγει το πλαδαρό σώμα.
- ⮡ I am tightening the screw/my belt.
- (μεταβατικό) αυστηροποιώ, κάνω κάτι πιο αυστηρό
- ⮡ Europe is tightening its regulation of illegal online content.
- Η Ευρώπη αυστηροποιεί τον κανονισμό της στο παράνομο διαδικτυακό περιεχόμενο.
- ⮡ The government is to tighten gun laws.
- Η κυβέρνηση πρόκειται να κάνει πιο αυστηρούς τους νόμους για τα όπλα.
- ≈ συνώνυμα: tighten up
- → και δείτε σφίγγω τα λουριά
- ⮡ Europe is tightening its regulation of illegal online content.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τεντώνω, τεζάρω, σφίγγω, τραβάω κάτι τόσο σφιχτά που δεν μπορεί να τεντωθεί άλλο
- ⮡ I am tightening the rope.
- Τεντώνω/Τεζάρω το σκοινί.
- ⮡ Tighten (up) your shoelaces!
- Σφίξε τα κορδόνια σου!
- ⮡ I am tightening the rope.
- (αμετάβατο) σφίγγομαι, για μέρος του σώματος που πονάει λόγω ασθένειας ή συναισθημάτων
- ⮡ He felt his stomach tighten.
- Ένιωσε το στομάχι του να σφίγγεται.
- ⮡ He felt his stomach tighten.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη tight
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- tighten - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 857-858, 874. ISBN 9780194325684., λήμμα: σφίγγω, τεντώνω