tighten
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | tighten |
γ΄ ενικό ενεστώτα | tightens |
αόριστος | tightened |
παθητική μετοχή | tightened |
ενεργητική μετοχή | tightening |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαtighten (en)
- (μεταβατικό) σφίγγω, τεντώνω
- ⮡ I tighten the screw.
- Σφίγγω τη βίδα.
- ⮡ Tighten your shoelaces!
- Σφίξε τα κορδόνια σου!
- ⮡ I tighten a rope.
- Τεντώνω ένα σκοινί.
- ⮡ I tighten the screw.
- (οικονομία) κάνω κάτι πιο αυστηρό
- ⮡ The government is to tighten gun laws.
- Η κυβέρνηση πρόκειται να κάνει πιο αυστηρούς τους νόμους για τα όπλα.
- → και δείτε σφίγγω τα λουριά
- ⮡ The government is to tighten gun laws.
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη tight
Πηγές
επεξεργασία- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 857-858, 874. ISBN 9780194325684., λήμμα: σφίγγω, τεντώνω