tighten one's belt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασία- (ιδιωματισμός, μεταφορικά) σφίγγω το ζωνάρι/τη ζώνη
- ⮡ I am tightening my belt at the supermarket due to high inflation.
- Σφίγγω το ζωνάρι στο σούπερ μάρκετ λόγω του υψηλού πληθωρισμού.
- ⮡ I am tightening my belt at the supermarket due to high inflation.
Πηγές
επεξεργασία- tighten one's belt - Cambridge Dictionary online