belt
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
belt | belts |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbelt (en)
- η ζώνη
- ⮡ He is wearing a belt to protect his lower back.
- Αυτός φοράει ζώνη για να προστατέψει τη μέση του.
- ⮡ He is wearing a belt to protect his lower back.
- ο ιμάντας