deceiver
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαdeceiver < deceiv(e) + -er [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /dɪˈsiːvə(ɹ)/ (βρετανικό)
Ουσιαστικό
επεξεργασίαdeceiver (en)
- απατεώνας/απατεώνισσα
- ⮡ the man that promissed Mary money through the internet turned out to be a deceiver - ο άνδρας που υποσχέθηκε στην Μαρία χρήματα μέσω του διαδυκτίου αποδείχθηκε απατεώνας
- (+ οριστικό άρθρο the) ο Σατανάς