Ετυμολογία

επεξεργασία

deceiver < deceiv(e) + -er [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /dɪˈsiːvə(ɹ)/ (βρετανικό)
ΔΦΑ : /dɪˈsivɚ/ (ΗΠΑ)
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

deceiver (en)

  1. απατεώνας/απατεώνισσα
    ⮡  the man that promissed Mary money through the internet turned out to be a deceiver - ο άνδρας που υποσχέθηκε στην Μαρία χρήματα μέσω του διαδυκτίου αποδείχθηκε απατεώνας
  2. (+ οριστικό άρθρο the) ο Σατανάς

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. deceiver - Douglas Harper, Online Etymology Dictionary (Διαδικτυακό ετυμολογικό λεξικό) etymonline.com (αγγλικά, από το 2001)