Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kse.ʝeˈʎe.me/

ξεγελιέμαι, πρτ.: ξεγελιόμουν, στ.μέλλ.: θα ξεγελαστώ, αόρ.: ξεγελάστηκα, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος