ξεγελιέμαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /kse.ʝeˈʎe.me/
Ρήμα επεξεργασία
ξεγελιέμαι, πρτ.: ξεγελιόμουν, στ.μέλλ.: θα ξεγελαστώ, αόρ.: ξεγελάστηκα, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος
- παθητική φωνή του ρήματος ξεγελάω
ξεγελιέμαι, πρτ.: ξεγελιόμουν, στ.μέλλ.: θα ξεγελαστώ, αόρ.: ξεγελάστηκα, μτχ.π.π.: ξεγελασμένος