Αγγλικά (en) επεξεργασία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

      ενικός         πληθυντικός  
trick tricks

trick (en)

  Ρήμα επεξεργασία

ενεστώτας trick
γ΄ ενικό ενεστώτα tricks
αόριστος tricked
παθητική μετοχή tricked
ενεργητική μετοχή tricking

trick (en)

  • (μεταβατικό) εξαπατώ, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
    I never imagined that he would trick me.
    Ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα με εξαπατούσε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deceive

  Πηγές επεξεργασία