Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
trick tricks

trick (en)

  1. το κόλπο
  2. (συνήθως ενικός) το κόλπο, ένας τρόπος να κάνω κάτι που λειτουργεί καλά· μια καλή μέθοδος
    ⮡  The trick is to use both your hands.
    Το κόλπο είναι να χρησιμοποιήσεις και τα δύο χέρια.
    ⮡  There’s a trick to tying knots.
    Θέλει κόλπο για να δέσεις κόμπους.
ενεστώτας trick
γ΄ ενικό ενεστώτα tricks
αόριστος tricked
παθητική μετοχή tricked
ενεργητική μετοχή tricking

trick (en)

  • (μεταβατικό) εξαπατώ, κάνω κάποιον να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
    ⮡  I never imagined that he would trick me.
    Ποτέ δε φανταζόμουν ότι θα με εξαπατούσε.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deceive