ενεστώτας cheat
γ΄ ενικό ενεστώτα cheats
αόριστος cheated
παθητική μετοχή cheated
ενεργητική μετοχή cheating

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /tʃiːt/

cheat (en)

  1. (μεταβατικό) εξαπατώ, ξεγελάω, κλέβω, εξαπατώ κάποιον ή τον κάνω να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
    It’s a shame to try and cheat an old man.
    Είναι ντροπή να προσπαθείς να εξαπατήσεις ένα γέρο.
    He cheated my sister out of her money.
    Ξεγέλασε την αδερφή μου και της πήρε τα λεφτά.
    They cheated him out of his fair share.
    Τον έκλεψαν στη μοιρασιά.
  2. (αμετάβατο) κλέβω, αντιγράφω, ενεργώ με ανέντιμο τρόπο για να αποκτήσω πλεονέκτημα, ειδικά σε ένα παιχνίδι, έναν διαγωνισμό, μια εξέταση κτλ.
    I am cheating at cards.
    Κλέβω στα χαρτιά.
    He is cheating on the exams.
    Κλέβει στις εξετάσεις.
    They caught him cheating.
    Τον έπιασαν ν' αντιγράφει.
  3. (αμετάβατο) απατώ, έχω εξωσυζυγικό δεσμό, διαπράττω μοιχεία
    I suspect she’s cheating on me.
    Υποψιάζομαι ότι με απατά.

Παράγωγα

επεξεργασία