cheat
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cheat |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cheats |
αόριστος | cheated |
παθητική μετοχή | cheated |
ενεργητική μετοχή | cheating |
Προφορά
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcheat (en)
- (μεταβατικό) εξαπατώ, ξεγελάω κάποιον ή τον κάνω να πιστέψει κάτι που δεν είναι αλήθεια
- ↪ It’s a shame to try and cheat an old man.
- Είναι ντροπή να προσπαθείς να εξαπατήσεις ένα γέρο.
- ↪ He cheated my sister.
- Ξεγέλασε την αδερφή μου.
- ↪ It’s a shame to try and cheat an old man.
- (αμετάβατο) κλέβω, αντιγράφω, ενεργώ με ανέντιμο τρόπο για να αποκτήσω πλεονέκτημα, ειδικά σε ένα παιχνίδι, έναν διαγωνισμό, μια εξέταση κτλ.
- ↪ I am cheating at cards.
- Κλέβω στα χαρτιά.
- ↪ He is cheating on the exams.
- Kλέβει στις εξετάσεις.
- ↪ They caught him cheating.
- Τον έπιασαν ν' αντιγράφει.
- ↪ I am cheating at cards.
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- cheat - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 76, 301, 450-451. ISBN 9780194325684., λήμμα: αντιγράφω, εξαπατώ, κλέβω