cheat out of
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | cheat out of |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cheats out of |
αόριστος | cheated out of |
παθητική μετοχή | cheated out of |
ενεργητική μετοχή | cheating out of |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαcheat out of (en)
- (αμετάβατο) απατώ, εξαπατώ, κλέβω, αποτρέπω κάποιον από το να έχει κάτι, ειδικά με τρόπο που δεν είναι έντιμος ή δίκαιος
- ⮡ I cheat someone out of their money.
- Απατώ/Εξαπατώ κάποιον και του παίρνω τα λεφτά.
- ⮡ I cheat someone out of their fair share.
- Κλέβω κάποιον στη μοιρασιά.
- ⮡ I cheat someone out of their money.
Πηγές
επεξεργασία- cheat out of - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 91-92, 301, 450-451. ISBN 9780194325684., λήμμα: απατώ, εξαπατώ, κλέβω