ενεστώτας cheat on
γ΄ ενικό ενεστώτα cheats on
αόριστος cheated on
παθητική μετοχή cheated on
ενεργητική μετοχή cheating on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
cheat on < → δείτε τις λέξεις cheat και on

cheat on (en)

  • (αμετάβατο) απατώ, κερατώνω, έχω μια μυστική σεξουαλική σχέση με κάποιον άλλο
    ⮡  Have you ever cheated on me?
    Μ' έχεις απατήσει ποτέ;
    ⮡  His wife cheated on him.
    Τον απάτησε/κεράτωσε η γυναίκα του.
    ⮡  It looks like Mary cheated on Paul.
    Σαν να τον απατάει η Μαίρη τον Παύλο.