Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

κερατώνω < μεσαιωνική ελληνική κερατώνω < κέρατον + -ώνω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ce.ɾaˈto.no/

  Ρήμα επεξεργασία

κερατώνω (παθητική φωνή: κερατώνομαι)

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία