ἀπάτη
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀπᾰτα- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἀπάτη | αἱ | ἀπάται | |
γενική | τῆς | ἀπάτης | τῶν | ἀπατῶν | |
δοτική | τῇ | ἀπάτῃ | ταῖς | ἀπάταις | |
αιτιατική | τὴν | ἀπάτην | τὰς | ἀπάτᾱς | |
κλητική ὦ! | ἀπάτη | ἀπάται | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀπάτᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀπάταιν | |||
Το φωνήεν της παραλήγουσας είναι βραχύ. | |||||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'δίκη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀπάτη < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἀπάτη, -ης [ἀπᾰτη] θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- ἀπατεών
- ...
Πηγές
επεξεργασία- ἀπάτη - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- ἀπάτη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀπάτη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.