διαμφισβήτηση
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | διαμφισβήτηση | οι | διαμφισβητήσεις |
γενική | της | διαμφισβήτησης* | των | διαμφισβητήσεων |
αιτιατική | τη | διαμφισβήτηση | τις | διαμφισβητήσεις |
κλητική | διαμφισβήτηση | διαμφισβητήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, διαμφισβητήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- διαμφισβήτηση < διαμφισβητώ + -ση
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
διαμφισβήτηση θηλυκό
- η διαδικασία ή το αποτέλεσμα του διαμφισβητώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
διαμφισβήτηση
|