διαμφισβητήσεις
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΡηματικός τύπος
επεξεργασίαδιαμφισβητήσεις
- (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαμφισβητώ
- θα διαμφισβητήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαμφισβητώ
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασίαδιαμφισβητήσεις θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του διαμφισβήτηση