Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ τρίχαπτος τὸ τρίχαπτον οἱ, αἱ τρίχαπτοι τὰ τρίχαπτα
Γενική τοῦ, τῆς τριχάπτου τοῦ τριχάπτου τῶν τριχάπτων τῶν τριχάπτων
Δοτική τῷ, τῇ τριχάπτῳ τῷ τριχάπτῳ τοῖς, ταῖς τριχάπτοις τοῖς τριχάπτοις
Αιτιατική τὸν, τὴν τρίχαπτον τὸ τρίχαπτον τοὺς, τὰς τριχάπτους τὰ τρίχαπτα
Κλητική τρίχαπτε τρίχαπτον τρίχαπτοι τρίχαπτα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική τριχάπτω
Γενική-Δοτική τριχάπτοιν

  Ετυμολογία

επεξεργασία
τρίχαπτος < θρίξ (τριχός) + ἁπτός (ἅπτω)

  Επίθετο

επεξεργασία

τρίχαπτος, -ος, -ον

  1. που έχει πλεχθεί με τρίχες
  2. (κατ’ επέκταση) με λεπτή ύφανση