Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηλαφάω < ψάω + ἀφάω

ψηλαφάω και συνηρημένο ψηλαφῶ

  1. προσπαθώ να κινηθώ όπως οι τυφλοί, προσπαθώ να βρω κάτι ψαχουλεύοντας με τα δάχτυλά μου
    ψηλαφῶν οὐκ ἐδυνάμην εὑρεῖν
  2. χαϊδεύω
    καὶ ἅπτεσθαι δὲ χρὴ ὧν ψηλαφωμένων ὁ ἵππος μάλιστα ἥδεται. : και πρέπει να αγγίζετε τα σημεία εκείνα που όταν χαϊδεύονται το άλογο ευχαριστιέται περισσότερο (Ξενοφών, Περί Ιππικής, 2.4)
  3. (ιατρική) εξετάζω κάποιο όργανο
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ψηλαφάω   ψηλαφῶμαι 
Παρατατικός  ἐψηλάφων 
Μέλλοντας  ψηλαφηθήσομαι 
Αόριστος  ἐψηλάφησα   ἐψηλαφήθην 
Παρακείμενος
Υπερσυντέλικος
Συντελ.Μέλλ.