Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

διαπιστώσω

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) α' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος διαπιστώνω
  2. θα διαπιστώσω: α' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος διαπιστώνω