απρόσωπες εγκλίσεις
|
απαρέμφατο (αόριστος)
|
αναψηλαφήσει
|
μετοχή (ενεστώτας)
|
αναψηλαφώντας
|
προσωπικές εγκλίσεις
|
πρόσωπο
|
ενικός
|
πληθυντικός
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
πρώτο
|
δεύτερο
|
τρίτο
|
οριστική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
αναψηλαφώ
|
αναψηλαφείς
|
αναψηλαφεί
|
αναψηλαφούμε
|
αναψηλαφείτε
|
αναψηλαφούν
|
παρατατικός
|
αναψηλαφούσα
|
αναψηλαφούσες
|
αναψηλαφούσε
|
αναψηλαφούσαμε
|
αναψηλαφούσατε
|
αναψηλαφούσαν
|
αόριστος
|
αναψηλάφησα
|
αναψηλάφησες
|
αναψηλάφησε
|
αναψηλαφήσαμε
|
αναψηλαφήσατε
|
αναψηλάφησαν
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
εξακολουθητικός μέλλοντας
|
θα αναψηλαφώ
|
θα αναψηλαφείς
|
θα αναψηλαφεί
|
θα αναψηλαφούμε
|
θα αναψηλαφείτε
|
θα αναψηλαφούν
|
στιγμιαίος μέλλοντας
|
θα αναψηλαφήσω
|
θα αναψηλαφήσεις
|
θα αναψηλαφήσει
|
θα αναψηλαφήσουμε
|
θα αναψηλαφήσετε
|
θα αναψηλαφήσουν
|
παρακείμενος α'
|
έχω αναψηλαφήσει
|
έχεις αναψηλαφήσει
|
έχει αναψηλαφήσει
|
έχουμε αναψηλαφήσει
|
έχετε αναψηλαφήσει
|
έχουν αναψηλαφήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υπερσυντέλικος α'
|
είχα αναψηλαφήσει
|
είχες αναψηλαφήσει
|
είχε αναψηλαφήσει
|
είχαμε αναψηλαφήσει
|
είχατε αναψηλαφήσει
|
είχαν αναψηλαφήσει
|
υπερσυντέλικος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
συντελεσμένος μέλλοντας α'
|
θα έχω αναψηλαφήσει
|
θα έχεις αναψηλαφήσει
|
θα έχει αναψηλαφήσει
|
θα έχουμε αναψηλαφήσει
|
θα έχετε αναψηλαφήσει
|
θα έχουν αναψηλαφήσει
|
συντελεσμένος μέλλοντας β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
υποτακτική
|
εγώ
|
εσύ
|
αυτός
|
εμείς
|
εσείς
|
αυτοί
|
περιφραστικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
να αναψηλαφώ
|
να αναψηλαφείς
|
να αναψηλαφεί
|
να αναψηλαφούμε
|
να αναψηλαφείτε
|
να αναψηλαφούν
|
αόριστος
|
να αναψηλαφήσω
|
να αναψηλαφήσεις
|
να αναψηλαφήσει
|
να αναψηλαφήσουμε
|
να αναψηλαφήσετε
|
να αναψηλαφήσουν
|
παρακείμενος α'
|
να έχω αναψηλαφήσει
|
να έχεις αναψηλαφήσει
|
να έχει αναψηλαφήσει
|
να έχουμε αναψηλαφήσει
|
να έχετε αναψηλαφήσει
|
να έχουν αναψηλαφήσει
|
παρακείμενος β'
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
-
|
προστακτική
|
-
|
(εσύ)
|
-
|
-
|
(εσείς)
|
-
|
μονολεκτικοί χρόνοι
|
ενεστώτας
|
|
αναψηλάφει
|
|
|
αναψηλαφείτε
|
|
αόριστος
|
|
αναψηλάφησε
|
|
|
αναψηλαφήστε
|
|
|