αλισβερίσι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλισβερίσι | τα | αλισβερίσια |
γενική | του | αλισβερισιού | των | αλισβερισιών |
αιτιατική | το | αλισβερίσι | τα | αλισβερίσια |
κλητική | αλισβερίσι | αλισβερίσια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αλισβερίσι < (άμεσο δάνειο) τουρκική alιşveriş + -ι [1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.lis.veˈɾi.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐λι‐σβε‐ρί‐σι
Ουσιαστικό επεξεργασία
αλισβερίσι ουδέτερο
- η δοσοληψία, η αγοραπωλησία
- η εμπορική συναλλαγή
- ↪ Εν μέσω Τουρκοκρατίας ορισμένα ορεινά χωρία της Θεσσαλίας είχαν αλισβερίσια με τη Βιέννη. Την πραγμάτιά τους -διαφόρων ειδών νήματα και υφάσματα- την μετέφεραν με καραβάνια εκεί. Το αλισβερίσι αυτό σταμάτησε με τον ερχομό της βιομηχανικής επανάνστασης.
- σχέση
- ↪ να μου λείπουν τα αλισβερίσια με τέτοια υποκείμενα!
Άλλες μορφές επεξεργασία
Συνώνυμα επεξεργασία
Παροιμίες επεξεργασία
- «με τους δικούς σου φάε πιες και αλισβερίσι μη κάνεις»
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αλισβερίσι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας