Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο πεσσός οι πεσσοί
      γενική του πεσσού των πεσσών
    αιτιατική τον πεσσό τους πεσσούς
     κλητική πεσσέ πεσσοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πεσσός < αρχαία ελληνική πεσσός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πεσσός αρσενικό

  1. (αρχιτεκτονική) μια από τις τετράγωνες κολόνες που στηρίζουν έναν θόλο
  2. το παιχνίδι των πεσσών που παιζόταν στην αρχαιότητα (πεσσεία)
  3. το πούλι ή πιόνι παιχνιδιού, όπως π.χ. στο σκάκι και στο τάβλι

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία