краљица
Σερβοκροατικά (sh)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- краљица < πρωτοσλαβική *korľica
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /krǎʎitsa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : кра‐љи‐ца
Ουσιαστικό
επεξεργασίαкраљица (sh) (λατινική γραφή: kraljica) θηλυκό
- η βασίλισσα, γυναίκα που ασκεί τη βασιλική εξουσία
- η βασίλισσα, σκακιστικό κομμάτι
- η ντάμα, φιγούρα της τράπουλας
Κλίση
επεξεργασία κλίση του краљица
ενικός | πληθυντικός | |
---|---|---|
ονομαστική | краљица | краљице |
γενική | краљице | краљица |
δοτική | краљици | краљицама |
αιτιατική | краљицу | краљице |
κλητική | краљицо | краљице |
τοπική | краљици | краљицама |
οργανική | краљицом | краљицама |