Ετυμολογία

επεξεργασία
kraliçe < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική قرالیچه (kraliçe) < με απώτατη αρχή την πρωτοσλαβική *korľica

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /kɾɑliˈt͡ʃɛ/
τυπογραφικός συλλαβισμός: kra‐li‐çe

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

kraliçe (tr)

Παράγωγα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία