ἄνασσα
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
ἀ˘νασσα- | |||||
ονομαστική | ἡ | ἄνασσᾰ | αἱ | ἄνασσαι | |
γενική | τῆς | ἀνάσσης | τῶν | ἀνασσῶν | |
δοτική | τῇ | ἀνάσσῃ | ταῖς | ἀνάσσαις | |
αιτιατική | τὴν | ἄνασσᾰν | τὰς | ἀνάσσᾱς | |
κλητική ὦ! | ἄνασσᾰ | ἄνασσαι | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀνάσσᾱ | |||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀνάσσαιν | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- ἄνασσα < → λείπει η ετυμολογία → δείτε και ἄναξ
Ουσιαστικό επεξεργασία
ἄνασσα, -ης θηλυκό
Συγγενικά επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- ἄνασσα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄνασσα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.