Δείτε επίσης: κόπρος
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Κόπρος
      γενική του Κόπρου
    αιτιατική τον Κόπρο
     κλητική Κόπρε
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κόπρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Κόπρος

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ˈko.pɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Κό‐προς

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κόπρος αρσενικό

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



 
Αυτή η σελίδα μπήκε στον κατάλογο των σελίδων που χρειάζονται επιμέλεια και έλεγχο
Παρακαλούμε συμπληρώστε, τεκμηριώστε το λήμμα και βγάλτε αυτή την ετικέτα εάν θεωρείτε ότι το λήμμα ανταποκρίνεται στα κριτήρια του Βικιλεξικού.

Για έλεγχο. ετυμολογίας, εννοεί Κοπρεύς? Από πατριδωνυμικό Κόπρ(ε)ιος? Μαρτυρείται? ‑‑Sarri.greek  | 10:27, 27 Νοεμβρίου 2023 (UTC).


↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Κόπρος
      γενική τοῦ Κόπρου
      δοτική τῷ Κόπρ
    αιτιατική τὸν Κόπρον
     κλητική ! Κόπρε
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κόπρος < Κοπρέας ή κόπρος[1]

  Κύριο όνομα

επεξεργασία

Κόπρος αρσενικό

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία