ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική Κόπριος οἱ Κόπριοι
      γενική τοῦ Κοπρίου τῶν Κοπρίων
      δοτική τῷ Κοπρί τοῖς Κοπρίοις
    αιτιατική τὸν Κόπριον τοὺς Κοπρίους
     κλητική ! Κόπριε Κόπριοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  Κοπρίω
γεν-δοτ τοῖν  Κοπρίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
Κόπριος < Κόπρ(ος) + -ιος

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

Κόπριος