Κόπρειος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Κόπρειος | ἡ | Κοπρείᾱ | τὸ | Κόπρειον |
γενική | τοῦ | Κοπρείου | τῆς | Κοπρείᾱς | τοῦ | Κοπρείου |
δοτική | τῷ | Κοπρείῳ | τῇ | Κοπρείᾳ | τῷ | Κοπρείῳ |
αιτιατική | τὸν | Κόπρειον | τὴν | Κοπρείᾱν | τὸ | Κόπρειον |
κλητική ὦ! | Κόπρειε | Κοπρείᾱ | Κόπρειον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ | Κόπρειοι | αἱ | Κόπρειαι | τὰ | Κόπρειᾰ |
γενική | τῶν | Κοπρείων | τῶν | Κοπρείων | τῶν | Κοπρείων |
δοτική | τοῖς | Κοπρείοις | ταῖς | Κοπρείαις | τοῖς | Κοπρείοις |
αιτιατική | τοὺς | Κοπρείους | τὰς | Κοπρείᾱς | τὰ | Κόπρειᾰ |
κλητική ὦ! | Κόπρειοι | Κόπρειαι | Κόπρειᾰ | |||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Κοπρείω | τὼ | Κοπρείᾱ | τὼ | Κοπρείω |
γεν-δοτ | τοῖν | Κοπρείοιν | τοῖν | Κοπρείαιν | τοῖν | Κοπρείοιν |
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Κόπρειος (ελληνιστική κοινή) < Κόπρ(ος) + -ειος
Επίθετο
επεξεργασίαΚόπρειος, -α, -ον
- (ελληνιστική κοινή) ο σχετικός με τον δήμο του Κόπρου
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Κόπρειος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- Κόπρειος - Bailly, Anatole (1935) Le Grand Bailly: Dictionnaire grec-français (Το Μεγάλο Μπαγί: Λεξικό [αρχαίας] ελληνικής-γαλλικής), Παρίσι: Hachette.