Δείτε επίσης: κοπρολαγνεία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κοπρολογία οι κοπρολογίες
      γενική της κοπρολογίας των κοπρολογιών
    αιτιατική την κοπρολογία τις κοπρολογίες
     κλητική κοπρολογία κοπρολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπρολογία < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική coprologie < αρχαία ελληνική κόπρος + λέγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.pɾo.loˈʝi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐προ‐λο‐γί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κοπρολογία θηλυκό

  1. (ψυχιατρική) η διαστροφή που χαρακτηρίζει κάποιον που αρέσκεται να εκστομίζει λέξεις ή προτάσεις που περιέχουν τη λέξη κόπρανα ή άλλες σχετικές
  2. (κατ’ επέκταση) χυδαιολογία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία