κοπρολόγος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κοπρολόγος < κοπρολογ(ία) + -ος (αναδρομικός σχηματισμός)[1] Μορφολογικά, κόπρ(ος) + -ο- + -λόγος. Διαφορετικό το αρχαίο κοπρολόγος.
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ko.pɾoˈlo.ɣos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : κο‐προ‐λό‐γος
Ουσιαστικό
επεξεργασίακοπρολόγος αρσενικό ή θηλυκό
- (γενικότερα) βωμολόχος
- (ψυχιατρική) που έχει τη διαστροφή να εκστομίζει κοπρολογίες
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τις λέξεις κοπρολογία, κόπρος και λέγω
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία κοπρολόγος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ κοπρολόγος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κοπρολόγος | οἱ | κοπρολόγοι |
γενική | τοῦ | κοπρολόγου | τῶν | κοπρολόγων |
δοτική | τῷ | κοπρολόγῳ | τοῖς | κοπρολόγοις |
αιτιατική | τὸν | κοπρολόγον | τοὺς | κοπρολόγους |
κλητική ὦ! | κοπρολόγε | κοπρολόγοι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κοπρολόγω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κοπρολόγοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίακοπρολόγος αρσενικό
- αυτός που μαζεύει κοπριές
- (επάγγελμα) οδοκαθαριστής, σκουπιδιάρης
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία 50.2@perseus.tufts.edu
- καὶ ὅπως τῶν κοπρολόγων μηδεὶς ἐντὸς ι σταδίων τοῦ τείχους καταβαλεῖ κόπρον ἐπιμελοῦνται
- και επιβλέπουν ώστε κανένας από τους οδοκαθαριστές να μην απορρίπτει τις ακαθαρσίες [σε απόσταση] δέκα σταδίων από το τείχος. (σημείωση: δηλαδή, τουλάχιστο σε απόσταση σημερινών 2 χιλιομέτρων περίπου)
- καὶ ὅπως τῶν κοπρολόγων μηδεὶς ἐντὸς ι σταδίων τοῦ τείχους καταβαλεῖ κόπρον ἐπιμελοῦνται
- ※ 4ος πκε αιώνας ⌘ Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία 50.2@perseus.tufts.edu
- (συνεκδοχικά) βρομιάρης, ακάθαρτος, βρομερός άνθρωπος
Πηγές
επεξεργασία- κοπρολόγος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κοπρολόγος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .