↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοπρολογικός η κοπρολογική το κοπρολογικό
      γενική του κοπρολογικού της κοπρολογικής του κοπρολογικού
    αιτιατική τον κοπρολογικό την κοπρολογική το κοπρολογικό
     κλητική κοπρολογικέ κοπρολογική κοπρολογικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοπρολογικοί οι κοπρολογικές τα κοπρολογικά
      γενική των κοπρολογικών των κοπρολογικών των κοπρολογικών
    αιτιατική τους κοπρολογικούς τις κοπρολογικές τα κοπρολογικά
     κλητική κοπρολογικοί κοπρολογικές κοπρολογικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κοπρολογικός < κοπρολογία + -ικός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική coprologie < αρχαία ελληνική κόπρος + λέγω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ko.pɾo.lo.ʝiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κο‐προ‐λο‐γι‐κός

  Επίθετο

επεξεργασία

κοπρολογικός

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία