ever since
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΈκφραση
επεξεργασίαever since (en)
- (ιδιωματισμός) από τότε που, έκτοτε, ανέκαθεν
- ⮡ I was dreaming about it ever since I was little.
- Το ονειρευόμουν από τότε που ήμουν μικρή!
- ⮡ I met him last Monday, but I haven’t heard anything from him ever since.
- Τον συνάντησα την περασμένη Δευτέρα, έκτοτε όμως δεν είχα κανένα νέο του.
- ⮡ I was dreaming about it ever since I was little.